διαπυήσεως

διαπυήσεως
διαπυήσεω̆ς , διαπύησις
suppuration
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυαιμία — (Ιατρ.). Συνώνυμο της σηψαιμίας. * * * η, Ν ιατρ. η παρουσία σε μεγάλο αριθμό πυογόνων παθογόνων μικρών οργανισμών στο αίμα και ο σχηματισμός μεταστατικών εστιών διαπυήσεως σε διάφορα όργανα τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”